- τσαούσης
- ο1. λοχίας του τουρκικού στρατού.2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς.3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.