τσαούσης

τσαούσης
ο
1. λοχίας του τουρκικού στρατού.
2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς.
3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσαούσης — ο, θηλ. τσαούσα, Ν 1. (το αρσ.) α) βαθμός υπαξιωματικού τού τουρκικού στρατού, αντίστοιχος προς τον βαθμό τού λοχία β) (παλαιότερα) i) διαγγελέας ii) πολιτικός σύμβουλος αρχηγού σώματος σε εκστρατεία iii) διοικητής απομακρυσμένης επαρχίας ή νήσου …   Dictionary of Greek

  • Αλή Τσαούσης — (; – 1821).Πλουσιότατος Τούρκος τσιφλικάς από το Σέλινο της Κρήτης διαβόητος για τη θηριωδία του. Πολέμησε σκληρά προσπαθώντας να καταπνίξει την Επανάσταση στο νησί και σκοτώθηκε στην Κάνδανο, στο φρούριο της οποίας οι Τούρκοι είχαν πολιορκηθεί… …   Dictionary of Greek

  • συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • τσαούσιος — και τζαούσιος, ο, Ν [τσαούσης] πολιτικοστρατιωτικό αξίωμα τών Βυζαντινών και από τον 13ο αιώνα και τών Τούρκων …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”